- ὀδύναις
- ὀδύνηpain of bodyfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
болѣзновати — БОЛѢЗН|ОВАТИ (21), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.То же, что болѣти в 1 знач.: болѣзнова близь см҃рти но б҃ъ его помилова. (ἠσϑένησε) ПНЧ XIV, 100а; Лазарь же съ гладомь и болѣзнью и пустотою всѩ лѣта брасѩ. не •л҃• и •и҃• лѣ(т) болѣзну˫а. но всю его жизнь.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
болѣзнь — БОЛѢЗН|Ь (506), И с. 1.Болезнь, нездоровье, физический недуг: Стенюштю ономоу тѩжько отъ болѣзни. Изб 1076, 52 об.; не ѡ(т)лоучашесѩ ѡ(т) нѥго [ученик]... бѣ бо оуже болѣзнию лютою одьрьжимъ. [Феодосий] ЖФП XII, 63б; въ недоузѣ лютѣ ѡбъдьржима. и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
вълагати — ВЪЛАГА|ТИ (101), Ю, ѤТЬ гл. 1. Помещать, класть внутрь чего л.: потребьно же онѣмь. донеси имъ <в>ьсе бо то <в>ъ р<ѹ>цѣ б҃жии вълагаѥши Изб 1076, 14 об.; вълагають пьрстъ десны˫а рѹкы въ ноздрь (ἐπαναπαύουσι) КЕ XII, 276а; абиѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θυιάς — θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)] μσν. επίθεση, έφοδος, προσβολή αρχ. 1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που τής προκαλούν τα κεντρίσματα τής Ήρας… … Dictionary of Greek
κεντροδήλητος — κεντροδήλητος, ον (Α) αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο… … Dictionary of Greek
κυμοτόκος — και κυοτόκος ον (Α) αυτός που αναφέρεται στον τοκετό («ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις», επιγρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ονειρο τόκος, υγρο τόκος] … Dictionary of Greek
πελάζω — ΝΑ παροιμ. φρ. «ὅμοιος ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» ο άνθρωπος αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η φράση από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β) αρχ. 1. έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ… … Dictionary of Greek
περιπείρω — ΜΑ διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.) αρχ. 1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ) 3 … Dictionary of Greek